τρωκτίς

τρωκτίς
-ίδος, ἡ, Α
(ανώμαλος τ. θηλ.) βλ. τρώκτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρωκτίδος — τρωκτίς greedy fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτίς — ίδος, ή, και δωρ. τ. πακτίς και αιολ. τ. πᾱκτις, ιδος, ΜΑ 1. λυδικής προέλευσης μουσικό όργανο με είκοσι χορδές, που έμοιαζε με άρπα 2. λύρα 3. ποιμενικός αυλός με πολλά ενωμένα καλάμια 4. κλουβί ή δίχτυ για να πιάνουν και να κρατούν μέσα πουλιά… …   Dictionary of Greek

  • τρώκτης — ο, ΝΜΑ, και ανώμαλος τ. θηλ. τρωκτίς, ίδος, Μ [τρώγω] αυτός που ροκανίζει κάτι νεοελλ. 1. καταχραστής 2. κερδοσκόπος μσν. τρώγλη αρχ. 1. θαλάσσιο ψάρι με κοφτερά δόντια, αμία*, γουφάρι 2. ως επίθ. άπληστος 3. μτφ. (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”